- δικαιοκρίτης
- οο δίκαιος δικαστής: Αυτός ο δικαστής έχει τη φήμη μεγάλου δικαιοκρίτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικαιοκρίτης — righteous judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτης — ο (AM δικαιοκρίτης) δίκαιος κριτής … Dictionary of Greek
δικαιοκρίται — δικαιοκρίτης righteous judge masc nom/voc pl δικαιοκρίτᾱͅ , δικαιοκρίτης righteous judge masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτην — δικαιοκρίτης righteous judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτου — δικαιοκρίτης righteous judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτῃ — δικαιοκρίτης righteous judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτα — δικαιοκρίτᾱ , δικαιοκρίτης righteous judge masc nom/voc/acc dual δικαιοκρίτης righteous judge masc voc sg δικαιοκρίτᾱ , δικαιοκρίτης righteous judge masc gen sg (doric aeolic) δικαιοκρίτης righteous judge masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
правосуд — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (δικαιοκριτής) праведный судия … Словарь церковнославянского языка
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαιοκρισία — η (AM δικαιοκρισία) [δικαιοκρίτης] δίκαιη απόφαση, σωστή κρίση … Dictionary of Greek